- αρχοντοπιάνομαι
- 1. προσπαθώ να φαίνομαι αρχοντάνθρωπος ή πλούσιος ενώ δεν είμαι2. επιδιώκω σχέσεις με την ανώτερη τάξη3. συμπεριφέρομαι αλαζονικά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αρχοντοπιάνομαι — ιάστηκα, ιασμένος, μεγαλοπιάνομαι, παρασταίνω τον ευγενή ή τον πλούσιο: Αρχοντοπιανόταν πολλές φορές, για να ρεζιλευτεί στο τέλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άρχοντας — Το πρόσωπο που ασκούσε την εξουσία στην αρχαία Αθήνα και γενικότερα στην ελληνική αρχαιότητα. Οι ά. παρουσιάζονται στην Αθήνα μετά την κατάργηση της βασιλείας (1091 ή 1088 ή 1068 π.Χ.). Οι αριστοκράτες που ανέλαβαν την εξουσία ανέβασαν στην αρχή… … Dictionary of Greek
αγαδεύω — [αγάς] 1. ζω σαν αγάς, παριστάνω τον αγά, τον πλούσιο 2. αρχοντοπιάνομαι, αρχοντοφέρνω … Dictionary of Greek